- ἀνήπτομεν
- ἀνάπτωmake fast onimperf ind act 1st pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σειραίος — αία, ον, Α 1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα 2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα 3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. αῖος … Dictionary of Greek